- κομψεύω
- (Α κομψεύω) [κομψός]κάνω κάτι κομψό, προσδίδω κομψότητα σε κάτινεοελλ.(συν. το μέσ.) κομψεύομαι1. προσπαθώ να είμαι ή να φαίνομαι κομψός2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κομψευόμενος, -η, -οντυμένος με επιτηδευμένη κομψότητααρχ.1. μιλώ με κομψότητα, με ευπρέπεια για κάτι2. παθ. κατασκευάζομαι κομψά3. λεπτολογώ («κόμψευέ νυν τὴν δόξαν», Σοφ.)4. μέσ. είμαι ευφυής, πανούργος.
Dictionary of Greek. 2013.